στορ

στορ
στορ, το και στόρι, το
(λ. γαλλ.), άκλ., παραπέτασμα από χοντρό ύφασμα ή άλλο υλικό (πλαστικό ή μέταλλο) που τοποθετείται στα παράθυρα: Σήκωσε το στόρι για να μπει το φως στο δωμάτιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στορ — το, Ν βλ. στόρι …   Dictionary of Greek

  • στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… …   Dictionary of Greek

  • γκιπούρ — το 1. δαντέλα από κλωστή ή μετάξι, χωρίς φόντο, με μεγάλους πόντους 2. δικτυωτό ύφασμα, απομίμηση δαντέλας που χρησιμοποιείται για κουρτίνες και στορ 3. σχέδιο που θυμίζει τη δαντέλα γκιπούρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. guipure] …   Dictionary of Greek

  • στορά — ἡ, Α υπόστρωμα από πέτρες, πάνω στο οποίο γινόταν η πλακόστρωση ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στορ τού στόρνυμι* (πρβλ. στορεύς)] …   Dictionary of Greek

  • στορέας — ο / στορεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. 1. ναυτ. μεταλλικό εσωτερικό περίβλημα οφθαλμού ή εξωτερικό στύλου για προστασία τους από την τριβή αλυσίδας ή συρματόσχοινου 2. τεχνολ. σωληνοειδές περίβλημα, ελαστικό ή άκαμπτο, με το οποίο μπορούν να συνδεθούν… …   Dictionary of Greek

  • στόρθυγξ — υγγος, ἡ, Α 1. μυτερή άκρη τής στεριάς 2. το άκρο τού κέρατος τού ελαφιού 3. ο χαυλιόδοντας τού αγριόχοιρου 4. κόσμημα τής κόμης, σαυρωτήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. στόρ θ υγξ, υγγος (< στόρθη με εκφραστικό επίθημα υγξ, υγγος, πρβλ. λάρ υγξ, φάρ υγξ)… …   Dictionary of Greek

  • στόρι — και άκλ. στορ, το, Ν παραπέτασμα, κουρτίνα σε παράθυρο ή σε πόρτα, συνήθως πλεκτό ή υφαντό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. store < ιταλ. stora < λατ. storea /staria «πλέγμα, ψάθα»] …   Dictionary of Greek

  • στόρνη — ἡ, Α ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα στορ τού στόρνυμι (βλ. λ. στρώνω) με επίθημα νη (πρβλ. φερ νή) και συνδέεται με το αρχ. σλαβ. strana και το ρωσ. storona «μέρος, τόπος, πλευρά»] …   Dictionary of Greek

  • όλλυμι — ὄλλυμι και ὀλλύω (Α) 1. αφανίζω, καταστρέφω 2. φονεύω, σκοτώνω («νῆας τ ὀλέσας καὶ πάντας Ἀχαιούς», Ομ. Ιλ.) 3. παύω να έχω κάτι, χάνω («πόνον ὀρταλίχων ὀλέσαντες», Αισχύλ.) 4. απαλλάσσω από κάποιο κακό («νῆστιν ὤλεσεν νόσον», Αισχύλ.) 5. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”